- μισόγυμνος
- -η, -οαυτός που δεν φορά όλα τα ρούχα του, γυμνός κατά το ήμισυ, μισοντυμένος («τού Έρωτα μισόγυμνου καμάρωνα τη χάρη», Παλαμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόγυμνος — η, ο αυτός που φορεί μερικά μόνο ρούχα, ο μισοντυμένος: Άνοιξε μισόγυμνη την πόρτα στον ταχυδρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
ημίγυμνος — η, ο (Α ἡμίγυμνος, ον) ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο η κατάσταση τού ημίγυμνου … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… … Dictionary of Greek
ημίγυμνος — η, ο μισόγυμνος: Το πτώμα βρέθηκε ημίγυμνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)